φερετζές

φερετζές
ο
πληθ. -έδες (λ. τουρκ.), το εξωτερικό φόρεμα των μουσουλμάνων γυναικών και ιδίως η καλύπτρα του κεφαλιού και του προσώπου, που αποτελούσε τμήμα του όλου φορέματος: Όλα τα 'χει η Μαριορή, ο φερετζές της λείπει (παροιμ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φερετζές — ο, Ν 1. (στους Τούρκους και γενικά στους μουσουλμάνους) γυναικείο εξωτερικό ένδυμα στο πάνω μέρος τού οποίου εφαρμόζεται η καλύπτρα τού προσώπου 2. η ίδια η καλύπτρα τού προσώπου 3. παροιμ. «όλα τά χει η Ζαφειρίτσα [ή η Μαριορή], ο φερετζές τής… …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • γιασμάκι — το (λ. τουρκ.), καλύπτρα με την οποία οι μουσουλμάνες σκέπαζαν το πρόσωπό τους, φερετζές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλύπτρα — η τεμάχιο υφάσματος με το οποίο καλύπτουν οι γυναίκες το κεφάλι ή το πρόσωπο, κεφαλοπάνι, φερετζές: Τι τη φορείς αυτήν την καλύπτρα; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”