- φερετζές
- οπληθ. -έδες (λ. τουρκ.), το εξωτερικό φόρεμα των μουσουλμάνων γυναικών και ιδίως η καλύπτρα του κεφαλιού και του προσώπου, που αποτελούσε τμήμα του όλου φορέματος: Όλα τα 'χει η Μαριορή, ο φερετζές της λείπει (παροιμ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.